Οι εξελίξεις που αφορούν την ευρωπαϊκή κρίση χρέους εύλογα έχουν ανησυχήσει πολίτες, οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες σε ολόκληρο τον κόσμο, δεδομένου ότι οι επιπτώσεις της διαχέονται παντού και σε κάθε επίπεδο, με βασικότερα σημεία α. το γεγονός ότι (η κρίση χρέους) έχει αρχίσει να επεκτείνεται στην περιφέρεια της ευρωζώνης β. Μια νέα δεύτερη τραπεζική κρίση είναι προ των πυλών και γ. Οι κοινωνίες έχουν “ακουμπήσει” τα όριά τους και η δημοκρατία δοκιμάζεται . .
Μέσα σε αυτή την κατάσταση τα ζήτημα της επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και το πρόβλημα του ελληνικού χρέους για μια ακόμη φορά απασχολούν την ευρωπαϊκή εσωτερική πολιτική σκηνή, ενόψει μάλιστα και της επικείμενης συνόδου των g20 στην Γαλλία, αρχές του άλλου μήνα. Οι προτάσεις- λύσεις που ακούγονται είναι πολλές, κυρίως όμως τονίζεται η πρόταση για περαιτέρω “κούρεμα” του ελληνικού δημόσιου χρέους και η επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με χρήματα των φορολογούμενων, χωρίς, όπως φαίνεται, να λαμβάνονται υπόψη η έννοια του σεβασμού της κοινωνικής δικαιοσύνης και τα προβλήματα μεταβλητότητας που θα δημιουργηθούν εξαιτίας ενός μεγάλου “κουρέματος” στο εγχώριο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον.
Σε ότι αφορά το ελληνικό χρέος και τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι ευρέως αποδεκτό ότι η σύνδεση του πακέτου δανεισμού με τους δομημένους στόχους του πλέγματος των μέτρων σκληρής λιτότητας επέδρασε αρνητικά στη ροή των γεγονότων και αφαίρεσε από την Ελλάδα κάθε δυνατότητα αυτορύθμισης και ανάπτυξης επειδή η πορεία των πραγμάτων είναι προδιαγεγραμμένη και χωρίς εναλλακτικές λύσεις που θα άφηναν περιθώριο να ακολουθήσουμε τη δίκη μας πορεία στο πλαίσιο της εε.
Επίσης, από την αρχή της κρίσης χρέους χαρακτηρίστηκε, με την ανοχή της ελληνικής κυβέρνησης, δημοσιονομικά ανεύθυνο κράτος – μέλος μόνο η Ελλάδα όταν την ίδια ώρα το σύνολο των κρατών της ευρωζώνης είχαν υπερβεί τα κριτήρια που έθετε το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης.
Οι εξελίξεις σήμερα δείχνουν ότι η πολιτική που ακολουθήθηκε αντί να μειώσει το χρέος , άρχισε να δημιουργεί κοινωνικά προβλήματα και νέα διακρατικά χρέη ίδιου μεγέθους καθώς κάποια κράτη της ευρωζώνης έγιναν δανειστές και κάποια άλλα δανειζόμενοι. Όπως όλα δείχνουν, η λήψη των αποφάσεων έγινε κυρίως με βάση τις εγχώριες εκτιμήσεις της Γερμανίας στην βάση της λογικής α. Να ανταγωνιστεί αποδοτικά τις οικονομίες εκτός ευρωζώνης β. Στη διατήρηση της αξίας του νομίσματος, ανεξάρτητου κόστους για την περιφέρεια της ευρωζώνης.
Σε αυτό το σημείο, αν δεδομένων των έκτακτων συνθηκών, η ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα, έπειτα από πολιτική απόφαση, προχωρούσε, στην αρχή της κρίσης χρέους, σε απευθείας δανεισμό των χωρών με προβλήματα χρέους, (με τα επιτόκια που δανείζει τις εμπορικές τράπεζες) , όχι μόνο δεν θα είχαμε μπει στην περιπέτεια των κερδοσκοπικού χαρακτήρα πακέτων δανεισμού, άλλα θα είχε αποφευχθεί και η συνεχιζόμενη ύφεση καθώς θα υπήρχαν τα περιθώρια να εισρεύσει φθηνό χρήμα στην χειμαζόμενη σήμερα απο την ύφεση και τα συνεχόμενα μέτρα εσωτερική πραγματική οικονομία.
Όσον αφορά το παλιό χρέος, η Ελλάδα και κατ' επέκταση η Ευρωζώνη θα μπορούσαν να έχουν απεγκλωβιστεί άμεσα από την πίεση των αγορών αν αγοράζαμε, με ίδιες δυνάμεις, το χρέος μας από την δευτερογενή αγορά. Με βάση τις τρέχουσες τιμές μπορούμε να το αγοράσουμε σχεδόν στο 50% της αξίας του. Κατά τον τρόπο αυτό παύει να υπάρχει ο κίνδυνος των επιπτώσεων που σίγουρα θα δημιουργήσει το “κούρεμα” και ένα μεγάλο ποσό που σήμερα πληρώνουμε για τόκους στο εξωτερικό θα ανακυκλωθεί στην ελληνική κοινωνία με ότι αυτό συνεπάγεται.
Αν τώρα κάνουμε προσπάθεια να προσεγγίσουμε το ζήτημα της επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών θα δούμε εύκολα ότι το πρόβλημα έχει προκύψει εξαιτίας κυρίως της χρηματιστικής φούσκας με τις τεράστιες αποδόσεις κέρδους χωρίς να υπάρχουν υλικές αξίες στην πριν το 2007 εποχή, στην ανορθόδοξη από πλευράς ευρωπαϊκών θεσμών και κυβερνήσεων προσέγγιση των 2 τελευταίων χρόνων και την κάλυψη έως και 21% των απωλειών για τα κρατικά χρέη που αποφασίστηκε τον περασμένο Ιούλιο. Με αυτά και με άλλα οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και αρκετές κυβερνήσεις όπως η ελληνική συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη αβεβαιοτήτων και στην όξυνση των προϋπαρχόντων προβλημάτων. Έτσι οι διακηρύξεις για ισχυρότερη εποπτεία- “αντιμετώπιση” των χρηματοοικονομικών αγορών και το χτίσιμο κεφαλαιακών πυλώνων ασφαλείας παρασύρθηκαν από το ισχυρό ρεύμα αστάθειας που παρήγαγε η κρίση χρέους.
Βέβαια εδώ μπορεί να πει κάποιος ότι η κρίση εξελίχθηκε όπως εξελίχθηκε επειδή δεν υπήρχε μια οικονομική διακυβέρνηση στην Ευρώπη. Στις usa που υπήρχε μια οικονομική διακυβέρνηση βοήθησε να αποτραπεί η κατάρρευση της λιμαν μπραδερσ; Άρα το βασικό πρόβλημα είναι ότι τα οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα έχουν φτάσει σε σημείο να μπορούν να καθοδηγούν, ανεξάρτητα από την βούληση των κυβερνήσεων, την παγκόσμια οικονομία.
Λαμβάνοντας όμως υπόψη την νέα δομή της παγκόσμιας οικονομίας και αναγνωρίζοντας τις ανάγκες συντονισμού που δημιουργεί το κοινό νόμισμα δεν είναι λάθος να υπάρχει μια εποπτικού και ανατροφοδοτικού χαρακτήρα ενιαία αρχή, χωρίς δυνατότητα επιβολής πολιτικής κατεύθυνσης.
Έξαλλου, γιατί υπάρχουν τα εθνικά κοινοβούλια; γιατί υπάρχει το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο; γιατί υπάρχει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο;.
Είναι λογικό να κατευθύνει την οικονομική και νομισματική πολιτική η “τρόικα” ως κατεξοχήν διακυβερνητικό όργανο, έτσι απλά. Ποιανού βούληση εκφράζει η γραφειοκρατεία των Βρυξελλών; όταν επιβάλει στα κράτη- μέλη να ψηφίζουν σκληρά μετρά λιτότητας μηδενικού αθροίσματος ή ωθεί να συμβάλουν υποχρεωτικά στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών προκειμένου αυτές να εκπληρώσουν, μεταξύ άλλων, τις υποχρεώσεις τους σε σχέση με το ρυθμιστικό πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ που θα τεθεί σε ισχύ το 2013 και περιλαμβάνει νέους πιο αυστηρούς κανόνες στο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας;
Αν οι τράπεζες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το νέο πλαίσιο με ίδιες δυνάμεις ή συνενώσεις γιατί δεν απευθύνονται στο επενδυτικό κοινό;
Σε περίπτωση που η ανακεφαλαιοποίηση κοινωνικοποιηθεί στο σύνολό της δεν θα αναγκαστούν τα κράτη- μέλη να πάρουν αντισταθμιστικά μέτρα λιτότητας; ποιο θα είναι το όφελος στην περίπτωση για την κοινωνία; όταν ήδη η προσέγγιση κράτους- τραπεζών έχει αποδειχθεί δύσκολη και δαπανηρή.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν η ανακεφαλαιοποίηση δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα αν στο “μίγμα” μέτρων δεν προβλεφθούν νέοι ρυθμιστικοί κανόνες για την λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Κατά συνέπεια, χρειάζεται κυρίως να αλλάξει το πλαίσιο λειτουργίας προς την κατεύθυνση της απλοποίησης της πολυπλοκότητας που διέπει την λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος με βάση τον άξονα αύξηση της παραγωγής- αύξηση της ζήτησης- προστασία της ελεύθερης οικονομικής δράσης και πρωτοβουλίας.
Σχετικά προτείνω:
α. Τα ρευστά διαθέσιμα των τραπεζών από καταθέσεις πολιτών να μην μπορούν να διατεθούν για καταναλωτικές πιστώσεις ή άλλα τραπεζικά προϊόντα, παρά μόνο για παραγωγικές κρατικές επενδύσεις. Ο έλεγχος να είναι αυστηρός. Έτσι θα μπουν όρια στην πιστωτική επέκταση και οι τράπεζες θα πάψουν να βρίσκονται συνεχώς στην ανάγκη να εξοφλούν και να δανείζονται.
β. Τα επιτόκια καταναλωτικών πιστώσεων να μην ξεπερνούν το 2 -3% της αρχικής αγοράς χρήματος, ανάλογα με το ποσό, τον χρόνο και την αμεσότητα επιστροφής του δανείου από τον δανειολήπτη.
γ. Να δοθεί προτεραιότητα στη χρηματοδότηση για την αντιμετώπιση της ανεργίας με έξυπνες χρηματοδοτήσεις μικρής ή μεσαίας κλίμακας, με συνεργασία κεντρικής τράπεζας, εποπτικών αρχών, κυβερνήσεων.
δ. Σε κάθε τραπεζικό και διατραπεζικό δάνειο να υπάρχει αμεταβίβαστη ασφαλιστική κάλυψη, δεδομένου ότι το forex είναι ανεξέλεγκτο και με τα νέα χρηµατοοικονοµικά προϊόντα ( swap κ.α.) εξελίχθηκε σε μια τεράστια κερδοσκοπική αγορά χρήματος η οποία χρησιμοποείται για να αποκομίζουν χρήματα μέσω των σπρεντ (spreads) ή άλλων κερδοσκοπικού χαρακτήρα τρόπων το -σύστημα καρτέλ- που το αποτελούν οι μεγάλες διεθνείς τράπεζες, οι διεθνείς δημόσιοι οικονομικοί οργανισμοί, τα hedge funds και οι επενδυτικές τράπεζες.
ε. Οι εμπορικές τράπεζες να μην μπορούν να χορηγούν ατομικά στεγαστικά δάνεια, την υποχρέωση αυτή να την αναλάβουν τα κράτη σε συνεργασία με την κεντρική τράπεζα δεδομένου ότι σήμερα το κόστος στέγασης έχει φτάσει σε υπερβολικά υψηλές τιμές.
Στ. Οι οίκοι αξιολόγησης να μην μπορούν να εκδώσουν απόφαση υποβάθμισης κάποιου κράτους, αν πρώτα δεν έχουν δώσει την σύμφωνη γνώμη τους τα δημόσια εποπτικά όργανα. Αν υπάρχει διάσταση απόψεων το ζήτημα να εξετάζεται απο επιστημονική διακυβερνητική επιτροπή και η απόφαση να λαμβάνεται κατόπιν ψηφοφορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου