Τα τελευταία 20 χρόνια το φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας εξαπλώνεται ανησυχητικά και στην χώρας μας. Περιστατικά βίας και ακραίες μορφές διαταραχών στην τάξη κάνουν όλο και πιο συχνά την εμφάνισή τους με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νέοι παράγοντες που ακυρώνουν τον μεσολαβητικό ρόλο του εκπαιδευτικού και θέτουν σε κίνδυνο την οργανωτική και την συμμετοχική διαχείριση στο σχολικό περιβάλλον. Στην νέα κατάσταση η πειθαρχία ως βασικός παράγοντας για τη δημιουργία μαθησιακού περιβάλλοντος και παραγωγή γνώσης δεν υφίσταται με αποτέλεσμα ο εκπαιδευτικός να δυσκολεύεται να επιδράσει θετικά και το σχολείο να έχει πάψει να αποτελεί ασφαλή καταφύγιο για πολλούς μαθητές. Για την ανάπτυξη της επιθετικής συμπεριφοράς των μαθητών όλα τα επιστημονικά ευρήματα που αφορούν το ζήτημα λένε ότι είναι απόρροια πολλών παραγόντων, συγκυριακών και μονίμων, κυρίως όμως επιδρούν και οδηγούν σε παραβατική και βίαιη συμπεριφορά μέσα και έξω από το σχολείο ο χαρακτήρας της εκπαιδευτικής πολιτικής και οι ασθενείς συναισθηματικοί δεσμοί παιδιών – γονιών, παιδιών - εκπαιδευτικών.
Την ίδια ώρα, τα περιστατικά βίας και γενικότερα η απειθαρχία στο σχολείο δεν αντιμετωπίζονται με την δέουσα προσοχή από τους αρμόδιους φορείς, ιδίως στην ανάπτυξη παρεμβάσεων σε επίπεδο πολιτικής παρέμβασης.
Ο μαθητής, σύμφωνα με τα όσα συμβαίνουν στα σχολεία, μπορεί να φύγει χωρίς άδεια από το μάθημα, μπορεί συστηματικά να καθυστερεί να φτάσει στην ώρα του μαθήματος, μπορεί να παρενοχλεί τον εκπαιδευτικό την ώρα του μαθήματος, μπορεί να εμφανίζεται στο σχολείο όπως θέλει, μπορεί να προβαίνει σε αγενείς ή βίαιες δραστηριότητες γενικά και όλα αυτά χωρίς να υπάρχουν κυρώσεις ή τέλος πάντων κάποια οργανωμένη καθοδηγητική υποστήριξη .
Σε αυτό το ευμετάβλητο σκηνικό η αρμοδιότητα του εκπαιδευτικού περιορίζεται στην ξερή μεταβίβαση των γνώσεων και των δεξιοτήτων που είναι κάτοχος μέσα από μια τυποποιημένη διδακτική διαδικασία που δεν διαφέρει σε πολλά από την αγοροπωλησία προϊόντων στην λαϊκή αγορά. Στην ουσία ο εκπαιδευτικός έγινε διεκπεραιωτής αποφάσεων τις οποίες έχει υποχρέωση να εφαρμόσει σε κάθε περίπτωση. Επίσης, η εμπειρία δείχνει ότι τα στελέχη εκπαίδευσης εφαρμόζουν υπουργικές αποφάσεις ακόμη και αν φτάνουν να παραβιάζουν βασικές αρχές δικαίου και διοίκησης.
Στην δύσκολη εποχή μας, η ανεπιφύλακτη αποδοχή των παραπάνω ως δεδομένη κατάσταση που περιγράφεται και ως η αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος πλήττει το κύρος του εκπαιδευτικού, υπονομεύει την κριτική σκέψη και υποσκάπτει την δημοκρατική και συμμετοχική διδακτική και διοικητική πράξη της εκπαίδευσης.
Αν σε αυτό το κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας τύχει ο εκπαιδευτικός να αντιληφθεί ενδείξεις αντικοινωνικής συμπεριφοράς ή μη αποδεκτή σχολική δραστηριότητα από τον μαθητή και παρέμβει το πιο πιθανό είναι να βρεθεί κατηγορούμενος, (όπως βρέθηκε εκπαιδευτικός φυσικής αγωγής στο νομό Ηλείας), καθώς κανένας δεν προστατεύει το δικαίωμα του εκπαιδευτικού να ενσωματώσει στα αντικείμενα του αναλυτικού προγράμματος διαπραγμάτευση θεμάτων ή στρατηγικές πρόληψης με την μορφή αξόνων δραστηριοτήτων που θα μπορούσαν να μεταδώσουν πληροφορίες οι οποίες στην καθημερινή πρακτική θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες για τους μαθητές, δεδομένου ότι το άδηλο πρόγραμμα ασκεί βαρύνουσας σημασίας αγωγή.
Έτσι σήμερα φτάσαμε σε σημείο να αντιμετωπίζονται οι εκπαιδευτικοί και το έργο τους ως «αναλώσιμο προϊόν», πρότυπο το οποίο στην συνέχεια εξαπλώνεται και προς άλλους φορείς και θεσμούς από την στιγμή που υπάρχει οργανική διασύνδεση μεταξύ σχολείου και κοινωνίας.
Δεν θα αποτελούσε μάλιστα υπερβολή να πούμε ότι ο μικρόκοσμος του σχολείου αντανακλά και αναπαράγει το ευρύτερο ιδεολογικό, πολιτιστικό, οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον με άμεση συνέπεια να κατασκευάζονται συμβολικές δομές οι οποίες από γενιά σε γενιά μετατρέπουν ή διατηρούν το σύμπλεγμα των κοινωνικών σχέσεων, ασχέτως αν συνυπάρχουν ή συνεργάζονται για την οικοδόμησή τους στο επίπεδο της κοινωνίας.
Υπό αυτή την έννοια η σημερινή κοινωνία είναι δημιούργημα προγενέστερων δομών του εκπαιδευτικού συστήματος, ενός συστήματος που έχει μεταβάλει το σχολείο σε σχολείο της οικονοµίας της αγοράς που καλλιεργεί µόνο την εκπαίδευση-κατάρτιση σε βάρος της µόρφωσης και της παιδείας.
Το γεγονός ότι η σημερινή κοινωνία διέρχεται περίοδο κρίσης, αβεβαιότητας και προβληματισμού δεν είναι τυχαίο. Η κοινωνία εδώ και μια 20ετια, τουλάχιστον, ετοιμάζονταν (σκλαβωθήκαμε εσωτερικά) για να δεχθεί αδιαμαρτύρητα τις πολιτικές πολιτισμικές και οικονομικές αλλαγές που φέρνει η πολιτική του μνημονίου.
Σε αυτό το πλαίσιο λειτουργίας οι ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί πολλαπλασιάστηκαν επικίνδυνα από το 1998 και μετά σε βάρος του μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού, η σφυρηλάτηση της εθνικής ταυτότητας βρέθηκε σε δεύτερη μοίρα για να καλλιεργηθεί στην θέση της η πολυπολιτισμικότητα, η τούρκικη προπαγάνδα μπορεί να προτρέπει Έλληνες πολίτες να προστατεύουν τα τούρκικα ήθη και έθιμα στην Θράκη την ώρα που έκλεισε και το τελευταίο ελληνικό σχολείο που υπήρχε στην Κωνσταντινούπολη και η θεολογική σχολή της Χάλκης εξακολουθεί να παραμένει κλειστή, η ελληνική ιστορία άρχισε να παραποιείται στο βορά ή να αμφισβητείται ανατολικά για μια αβέβαιη οικονομική συμμαχία με «γείτονες» που ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να κατέχουν με στρατιωτικά μέσα εδάφη του ελληνικού έθνους, η πειθαρχία έδωσε την θέση της σε πλήρη χαλάρωση και ασυδοσία η οποία στην προκειμένη περίπτωση καταργεί την ελευθερία για το λόγο ότι η πειθαρχία προηγείται της ελευθερίας, το σχολείο υποβαθμίστηκε για να αναβαθμιστεί η παραπαιδεία και η ημιμάθεια, έτσι οι μαθητές σπαταλούν τη μέρα τους ανάμεσα στους 4 τοίχους των σχολείων και των φροντιστηρίων με άμεσο αποτέλεσμα να υπονομεύεται το μέλλον τους( από την στιγμή που δεν ψάχνουν άλλα ενδιαφέροντα) και να ακυρώνεται στην πράξη η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας.
Αυτά και άλλα είναι τα στοιχεία που συνθέτουν την πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που «φωνάζει» ότι κάτι δεν πάει καλά.
Δυστυχώς όμως η σημερινή κυβέρνηση με την καλλιέργεια κλίματος εκβιασμού και τα νέα οικονομικά μέτρα που αποφάσισε οδηγεί σε αποσύνθεση την ήδη υποβαθμισμένη παιδεία.
Με άλλα λόγια, η θεωρητική κατεύθυνση της κυβέρνησης, η συνεχιζόμενη μείωση των δαπανών για την παιδεία και η περιρέουσα ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι οικονομικοκοινωνικές εξελίξεις θα έχουν καταλυτικές συνέπειες στην λειτουργία των σχολείων και των πανεπιστημίων και θα δοκιμάσουν στοιχεία που συνθέτουν την εθνική μας ταυτότητα.
Συνεπώς, οι αναγκαιότητες της εποχής επιβάλουν τη χάραξη μιας νέας εκπαιδευτικής πολιτικής, τόσο για τον εκδημοκρατισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, όσο και για μια, στην βάση των αναγκών της πατρίδας, διορθωτική- διαµορφωτική παρέμβαση στις δομές του εκπαιδευτικού συστήματος σε όλες τις βαθμίδες.
Διαφορετικά ο αυριανός Έλληνας πολίτης πολύ δύσκολα θα μπορέσει να συνεχίσει την ιστορική μας πορεία στον χρόνο, όταν μάλιστα το πολιτικοοικονομικό γίγνεσθαι στην ευρωπαϊκή κοινότητα και στο διεθνές περιβάλλον έχει ως αρχή να εκμεταλλεύεται τα λάθη των άλλων για να επιβιώνει.
Την ίδια ώρα, τα περιστατικά βίας και γενικότερα η απειθαρχία στο σχολείο δεν αντιμετωπίζονται με την δέουσα προσοχή από τους αρμόδιους φορείς, ιδίως στην ανάπτυξη παρεμβάσεων σε επίπεδο πολιτικής παρέμβασης.
Ο μαθητής, σύμφωνα με τα όσα συμβαίνουν στα σχολεία, μπορεί να φύγει χωρίς άδεια από το μάθημα, μπορεί συστηματικά να καθυστερεί να φτάσει στην ώρα του μαθήματος, μπορεί να παρενοχλεί τον εκπαιδευτικό την ώρα του μαθήματος, μπορεί να εμφανίζεται στο σχολείο όπως θέλει, μπορεί να προβαίνει σε αγενείς ή βίαιες δραστηριότητες γενικά και όλα αυτά χωρίς να υπάρχουν κυρώσεις ή τέλος πάντων κάποια οργανωμένη καθοδηγητική υποστήριξη .
Σε αυτό το ευμετάβλητο σκηνικό η αρμοδιότητα του εκπαιδευτικού περιορίζεται στην ξερή μεταβίβαση των γνώσεων και των δεξιοτήτων που είναι κάτοχος μέσα από μια τυποποιημένη διδακτική διαδικασία που δεν διαφέρει σε πολλά από την αγοροπωλησία προϊόντων στην λαϊκή αγορά. Στην ουσία ο εκπαιδευτικός έγινε διεκπεραιωτής αποφάσεων τις οποίες έχει υποχρέωση να εφαρμόσει σε κάθε περίπτωση. Επίσης, η εμπειρία δείχνει ότι τα στελέχη εκπαίδευσης εφαρμόζουν υπουργικές αποφάσεις ακόμη και αν φτάνουν να παραβιάζουν βασικές αρχές δικαίου και διοίκησης.
Στην δύσκολη εποχή μας, η ανεπιφύλακτη αποδοχή των παραπάνω ως δεδομένη κατάσταση που περιγράφεται και ως η αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος πλήττει το κύρος του εκπαιδευτικού, υπονομεύει την κριτική σκέψη και υποσκάπτει την δημοκρατική και συμμετοχική διδακτική και διοικητική πράξη της εκπαίδευσης.
Αν σε αυτό το κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας τύχει ο εκπαιδευτικός να αντιληφθεί ενδείξεις αντικοινωνικής συμπεριφοράς ή μη αποδεκτή σχολική δραστηριότητα από τον μαθητή και παρέμβει το πιο πιθανό είναι να βρεθεί κατηγορούμενος, (όπως βρέθηκε εκπαιδευτικός φυσικής αγωγής στο νομό Ηλείας), καθώς κανένας δεν προστατεύει το δικαίωμα του εκπαιδευτικού να ενσωματώσει στα αντικείμενα του αναλυτικού προγράμματος διαπραγμάτευση θεμάτων ή στρατηγικές πρόληψης με την μορφή αξόνων δραστηριοτήτων που θα μπορούσαν να μεταδώσουν πληροφορίες οι οποίες στην καθημερινή πρακτική θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες για τους μαθητές, δεδομένου ότι το άδηλο πρόγραμμα ασκεί βαρύνουσας σημασίας αγωγή.
Έτσι σήμερα φτάσαμε σε σημείο να αντιμετωπίζονται οι εκπαιδευτικοί και το έργο τους ως «αναλώσιμο προϊόν», πρότυπο το οποίο στην συνέχεια εξαπλώνεται και προς άλλους φορείς και θεσμούς από την στιγμή που υπάρχει οργανική διασύνδεση μεταξύ σχολείου και κοινωνίας.
Δεν θα αποτελούσε μάλιστα υπερβολή να πούμε ότι ο μικρόκοσμος του σχολείου αντανακλά και αναπαράγει το ευρύτερο ιδεολογικό, πολιτιστικό, οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον με άμεση συνέπεια να κατασκευάζονται συμβολικές δομές οι οποίες από γενιά σε γενιά μετατρέπουν ή διατηρούν το σύμπλεγμα των κοινωνικών σχέσεων, ασχέτως αν συνυπάρχουν ή συνεργάζονται για την οικοδόμησή τους στο επίπεδο της κοινωνίας.
Υπό αυτή την έννοια η σημερινή κοινωνία είναι δημιούργημα προγενέστερων δομών του εκπαιδευτικού συστήματος, ενός συστήματος που έχει μεταβάλει το σχολείο σε σχολείο της οικονοµίας της αγοράς που καλλιεργεί µόνο την εκπαίδευση-κατάρτιση σε βάρος της µόρφωσης και της παιδείας.
Το γεγονός ότι η σημερινή κοινωνία διέρχεται περίοδο κρίσης, αβεβαιότητας και προβληματισμού δεν είναι τυχαίο. Η κοινωνία εδώ και μια 20ετια, τουλάχιστον, ετοιμάζονταν (σκλαβωθήκαμε εσωτερικά) για να δεχθεί αδιαμαρτύρητα τις πολιτικές πολιτισμικές και οικονομικές αλλαγές που φέρνει η πολιτική του μνημονίου.
Σε αυτό το πλαίσιο λειτουργίας οι ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί πολλαπλασιάστηκαν επικίνδυνα από το 1998 και μετά σε βάρος του μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού, η σφυρηλάτηση της εθνικής ταυτότητας βρέθηκε σε δεύτερη μοίρα για να καλλιεργηθεί στην θέση της η πολυπολιτισμικότητα, η τούρκικη προπαγάνδα μπορεί να προτρέπει Έλληνες πολίτες να προστατεύουν τα τούρκικα ήθη και έθιμα στην Θράκη την ώρα που έκλεισε και το τελευταίο ελληνικό σχολείο που υπήρχε στην Κωνσταντινούπολη και η θεολογική σχολή της Χάλκης εξακολουθεί να παραμένει κλειστή, η ελληνική ιστορία άρχισε να παραποιείται στο βορά ή να αμφισβητείται ανατολικά για μια αβέβαιη οικονομική συμμαχία με «γείτονες» που ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να κατέχουν με στρατιωτικά μέσα εδάφη του ελληνικού έθνους, η πειθαρχία έδωσε την θέση της σε πλήρη χαλάρωση και ασυδοσία η οποία στην προκειμένη περίπτωση καταργεί την ελευθερία για το λόγο ότι η πειθαρχία προηγείται της ελευθερίας, το σχολείο υποβαθμίστηκε για να αναβαθμιστεί η παραπαιδεία και η ημιμάθεια, έτσι οι μαθητές σπαταλούν τη μέρα τους ανάμεσα στους 4 τοίχους των σχολείων και των φροντιστηρίων με άμεσο αποτέλεσμα να υπονομεύεται το μέλλον τους( από την στιγμή που δεν ψάχνουν άλλα ενδιαφέροντα) και να ακυρώνεται στην πράξη η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας.
Αυτά και άλλα είναι τα στοιχεία που συνθέτουν την πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που «φωνάζει» ότι κάτι δεν πάει καλά.
Δυστυχώς όμως η σημερινή κυβέρνηση με την καλλιέργεια κλίματος εκβιασμού και τα νέα οικονομικά μέτρα που αποφάσισε οδηγεί σε αποσύνθεση την ήδη υποβαθμισμένη παιδεία.
Με άλλα λόγια, η θεωρητική κατεύθυνση της κυβέρνησης, η συνεχιζόμενη μείωση των δαπανών για την παιδεία και η περιρέουσα ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι οικονομικοκοινωνικές εξελίξεις θα έχουν καταλυτικές συνέπειες στην λειτουργία των σχολείων και των πανεπιστημίων και θα δοκιμάσουν στοιχεία που συνθέτουν την εθνική μας ταυτότητα.
Συνεπώς, οι αναγκαιότητες της εποχής επιβάλουν τη χάραξη μιας νέας εκπαιδευτικής πολιτικής, τόσο για τον εκδημοκρατισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, όσο και για μια, στην βάση των αναγκών της πατρίδας, διορθωτική- διαµορφωτική παρέμβαση στις δομές του εκπαιδευτικού συστήματος σε όλες τις βαθμίδες.
Διαφορετικά ο αυριανός Έλληνας πολίτης πολύ δύσκολα θα μπορέσει να συνεχίσει την ιστορική μας πορεία στον χρόνο, όταν μάλιστα το πολιτικοοικονομικό γίγνεσθαι στην ευρωπαϊκή κοινότητα και στο διεθνές περιβάλλον έχει ως αρχή να εκμεταλλεύεται τα λάθη των άλλων για να επιβιώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου