Πέμπτη, Ιουνίου 30

Προσομοίωση ακραίων καταστάσεων για τα χειρότερα που έρχονται

Πριν ένα χρόνο η Ελλάδα ως αντάλλαγμα για την ψήφιση του μνημονίου έλαβε το δάνειο των 110 δισ, ένα δάνειο το οποίο κάλυψε εν μέρει τις δανειακές ανάγκες της χώρας το χρόνο που πέρασε.
Η εξέλιξη υποβοήθησε για να φτάσουμε στην σημερινή οικονομική κρίση που αναστατώνει την πολιτικοκοινωνική λειτουργία, καταργεί de facto την συνταγματική τάξη και δημιουργεί αντιφάσεις που προκαλούν προβληματισμούς και ανησυχία για την εξέλιξη της ελληνικής κρίσης χρέους. Με βάση τη δομή του χρέους, το επόμενο το διάστημα από το 2012 έως το 2014 λήγουν 142 δις ευρώ ομολόγων του ελληνικού δημοσίου.
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας το χρόνο που πέρασε είναι φυσικό να κάνει αδύνατη την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές κεφαλαίων για αναχρηματοδότηση του χρέους, όπως προέβλεπε το αρχικό πρόγραμμα. Επίσης, είναι αδύνατον να εξυπηρετηθεί (το χρέος) μέσω του τακτικού προϋπολογισμού εξαιτίας του ελλείμματος που εξακολουθεί να παράγει η χώρα. Το έλλειμμα του 2010 έκλεισε σε 10,5% του ΑΕΠ, ένα ΑΕΠ όμως που κατέγραψε μείωση 4,5%, το 2010. Η μείωση του ΑΕΠ κάνει, τόσο το χρέος μη βιώσιμο, επειδή αυξάνεται σε σχέση με το ΑΕΠ, όσο και το πρωτογενές έλλειμμα αναπόφευκτο λόγω της αρνητικής οικονομικής ανάπτυξης. Η εξέλιξη οδηγεί σε αύξηση των φόρων πάνω στο μειωμένο πλέον ΑΕΠ, με ότι παρενέργειες αυτό συνεπάγεται.
Την ίδια ώρα τα προβλήματα ρευστότητας και η πίεση που ασκεί το δημόσιο χρέος επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την πραγματική οικονομία και μακροπρόθεσμα την ικανότητα της χώρας να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που προκαλούνται από την αδυναμία της οικονομίας να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για την εξυπηρέτηση των εσωτερικών αναγκών κυρίως σε ότι αφορά την παραγωγική ανασυγκρότηση με βάση τα συμφέροντα της κοινωνίας.
Το γεγονός αποτυπώνεται και στο μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής. Όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι είναι ένα σχέδιο που μέσω των παρεμβάσεων που προβλέπει έχει ως στόχο να συρρικνώσει μέσω πώλησης την παραγωγική και μη παραγωγική δημόσια περιουσία και τις δαπάνες σε μισθούς, συντάξεις, λειτουργικές δαπάνες, επενδυτικές δαπάνες, κ.α. δλδη δεν δημιουργεί σε καμιά περίπτωση προϋποθέσεις για παραγωγή δημόσιου πλούτου. Το γεγονός αποτυπώνεται και στην έκθεση αξιολόγησης η οποία προβλέπει συνεχιζόμενη μείωση του ακαθαρίστου εγχωρίου προϊόντος, χρέος στο τέλος του 2015 στο 251% του ΑΕΠ και αύξηση των κρατικών εσόδων μόνο μέσω των φόρων. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι είναι άλλο κεφάλαιο η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και άλλο η ρευστοποίηση που επιδιώκει η κυβέρνηση μέσω του ταμείου που συστήθηκε για την ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου με στόχο την πληρωμή δανείων.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν από τους παραπάνω προβληματισμούς είναι πολλά:
◦Πως θα μπορέσει το κράτος να συγκεντρώσει φόρους από μια ήδη καταρρέουσα οικονομία; για να καλύψει καταρχήν τις ανελαστικές δαπάνες σε ότι αφορά πληρωμές για τόκους, χρεωλύσια, μισθούς, ασφάλιση και δαπάνες για την παιδεία; Όταν δεν θα υπάρχουν έσοδα για τις λειτουργικές πως θα βρεθούν για αναπτυξιακές δαπάνες;
◦Ένα νέο πακέτο δανεισμού που θα καλύπτει μόνο την ανάγκη αναχρηματοδότησης του χρέους υπάρχει περίπτωση να εξαλείψει τον κίνδυνο κρατικής χρεοκοπίας στο μεσοπρόθεσμο μέλλον;
◦To ακριβό για τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας ευρώ μπορεί να βοηθήσει την ελληνική οικονομία να υπερβεί τις αδυναμίες της;
◦Μέσω ποιας διαδικασίας θα εξοικονομηθούν πόροι για την δημιουργία θέσεων εργασίας; όταν η ίδια πίτα χρόνο με το χρόνο θα μικραίνει και εκ των πραγμάτων θα μοιράζεται σε περισσοτέρους.
◦Αν υποθέσουμε ότι το πρόγραμμα θα λειτουργήσει και οι παρεμβάσεις οδηγήσουν σε μηδενισμό του ελλείμματος, πως θα μπορέσει μια ρημαγμένη ελληνική κοινωνία να ανασκευάσει μετά το 2015 το κατεστραμμένο οικοδόμημα σε σωστή βάση, όταν μάλιστα οι ρυθμοί και ο διεθνής ανταγωνισμός δεν αφήνουν περιθώριο για χάσιμο χρόνου και «κάψιμο» κοινωνικού κεφαλαίου .
◦ Mια διαχειριστική αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος που προσπαθεί να επιτύχει τους επιδιωκόμενους στόχους με εξωγενείς τρόπους χωρίς να μεταβάλει την παραγωγική διάρθρωση στις ενδογενείς μεταβλητές και χρησιμοποιεί μόνο τις εξωγενείς μεταβλητές υπάρχει περίπτωση να οδηγήσει σε πραγματική σύγκλιση στο πλαίσιο της ΟΝΕ. Υπάρχει κάποιο παράδειγμα στην οικονομική ιστορία;


Δεν υπάρχουν σχόλια: