Εδώ και ενάμισι περίπου χρόνο η Ελλάδα, επηρεασμένη από έναν συνδυασμό παραγόντων, βαδίζει από κρίση σε κρίση, αν και η κυβέρνηση υποστήριζε ότι η πολιτική του μνημονίου θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για ένα νέο ξεκίνημα.
Σήμερα, ένα χρόνο μετά, τόσο οι αριθμοί, όσο και η κοινωνική πραγματικότητα δείχνουν ότι δεν υπάρχουν πιθανότητες βαθμιαίας επιστροφής της οικονομίας σε φυσιολογικά επίπεδα καθώς τα προβλήματα επιμένουν γεγονός που επηρεάζει τις πολιτικοοικονομικές εξελίξεις στην Ευρώπη, αλλά και γενικότερα.
Έτσι, οι τρέχουσες πληροφορίες λένε ότι το ΔΝΤ ενδέχεται να μην εκταμιεύσει την επόμενη δόση για την Ελλάδα, που πρέπει να χορηγηθεί τον ερχόμενο μήνα. (αξίζει εδώ να θυμηθούμε ότι πριν τις περιφερειακές εκλογές εκβίαζε η ευρωζώνη για αναστολή του δανείου)
Υπό την αίρεση λοιπόν της έγκρισης της επόμενης δόσης του δανείου από το δντ το ερώτημα εδώ δεν είναι γιατί (το ΔΝΤ) δεν θα χορηγήσει την επόμενη δόση, το ερώτημα είναι τι θα κάνει η Ευρώπη σε μια τέτοια περίπτωση;
Θα αφήσει την Ελλάδα να φύγει από το ευρώ; τι αντίκτυπο θα έχει για την ευρωζώνη μια τέτοια εξέλιξη;
Θα αλλάξει οικονομική πολιτική, βάζοντας σιωπηλά στην άκρη τα πακέτα διάσωσης; Ποιος όμως τότε θα απορροφήσει στην παρούσα φάση το ελληνικό χρέος; δεδομένου ότι σε κάθε περίπτωση θα υπάρξει κενό χρηματοδότησης
Επειδή δεν είναι προβλέψιμος ο κίνδυνος που θα προκύψει αν η Ελλάδα φύγει από το ευρώ, το πιο πιθανό σενάριο είναι να αλλάξει η Ευρώπη οικονομική πολιτική ή να αναγκαστεί να αντιμετωπίσει πολιτικά την κρίση χρέους.
Ορισμένοι από τους θεμελιώδεις παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την ελληνική οικονομία είναι το ισχυρό ευρώ, η έλλειψη ρευστότητας και η μείωση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης ενέργειας λόγω των αυξημένων τιμών στα καύσιμα. Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της χώρας είναι επίσης πρόβλημα, βασικές πηγές όμως ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στην νέα οικονομία είναι τα αναγκαία οικονομικά κεφάλαια και η κοινωνική κινητικότητα που αυτή την στιγμή απουσιάζουν από την ελληνική πραγματικότητα.
Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις, η πρώτη σκέψη που έρχεται στο μυαλό είναι γιατί η Ευρώπη δεν αντιμετωπίζει την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην οικονομία με παροχή ρευστότητας στις προβληματικές οικονομίες της ευρωζώνης και εφαρμόζει σκληρές πολιτικές λιτότητας με συνδυασμό πακέτων διάσωσης των οποίων τα χρήματα κατευθύνονται αποκλειστικά στην εξόφληση παλαιών χρεών, εξελίξεις όμως που διευκολύνουν την εύκολη μεταφορά πλούτου από την βάση της ευρωπαϊκής κοινωνίας προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η δεύτερη σκέψη που αφορά το ερώτημα είναι πού θα βρεθούν οι πόροι για αύξηση της ρευστότητας;
Αν υποθέσουμε ότι η ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα εγγυόταν για το χρέος της Ελλάδας όπως έγινε με τα χρέη των τραπεζών και η εε ξεπερνούσε τεχνικά και νομικά προβλήματα ώστε τα χρήματα του πακέτου των 110 δις να είχαν κατευθυνθεί προς την εγχώρια πραγματικότητα με την μορφή «εύκολης χρηματοδότησης» για την στήριξη αναπτυξιακών έργων, την δημιουργία θέσεων εργασίας και την τόνωση της οικονομίας γενικά δεν θα υπήρχε άμεσο ανταποδοτικό αποτέλεσμα; γεγονός που θα μείωνε σημαντικά το ποσοστό του χρέους επί του ΑΕΠ, θα διευκόλυνε την δημοσιονομική εξυγίανση χωρίς μείωση των ανελαστικών δαπανών και αύξηση των φόρων και θα έκανε πιο εύκολη την αναχρηματοδότηση του χρέους με ίδιες δυνάμεις χωρίς να χρειάζεται να “εξοντωθεί’’ κάθε τι παραγωγικό που υπάρχει στην χώρα, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπινου δυναμικού;
Υπό αυτή την έννοια η τεχνητή επιδείνωση του κλίματος σε ό,τι αφορά την περαιτέρω χρηματοδότηση της χώρας και η προσπάθεια διαμόρφωσης θετικού κλίματος με επικοινωνιακές φούσκες και αποδεδειγμένα καταστροφικές λύσεις δεν θα καταλήξει πουθενά από την στιγμή που το περιεχόμενό τους αφήνει ακάλυπτη την ελληνική κοινωνία και δεν αντικατροπτίζει την πραγματική εικόνα.
Σε τελική ανάλυση, πέρα από τα προβλήματα της οικονομίας, το κυριότερο πρόβλημα αυτής της κυβέρνησης είναι το έλλειμμα αξιοπιστίας, ευθύνεται τόσο για έκταση που πήρε η κρίση χρέους εξαιτίας της µη σωστής και έγκαιρης προληπτικής δράσης, όσο και για την λανθασμένη διαχείριση της κρίσης.