Με το νόμο 3016/2002 η τότε κυβέρνηση είχε δώσει με τη μορφή ειδικής παροχής επίδομα 176 ευρώ σε ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων στον δημόσιο τομέα. Στη συνέχεια, οι εκπαιδευτικοί, αλλά και άλλες κατηγόριες εργαζομένων που δεν περιλαμβάνονταν στη ρύθμιση προέβησαν σε ομαδικές αγωγές κατά του δημοσίου για τη μη καταβολή του επιδόματος και δικαιώθηκαν. Ο Άρειος Πάγος απορρίπτοντας αιτήσεις αναίρεσης έκρινε ότι ορθώς τα δικαστήρια είχαν κάνει δεκτές τις αγωγές των εργαζομένων με το σκεπτικό ότι όλοι οι εργαζόμενοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα δικαιούνται το επίδομα των 176 ευρώ ως ειδική παροχή κατ΄ εφαρμογή της αρχής της ισότητας. [Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι λαμβάνουν και ειδική πάγια μηνιαία αποζημίωση 185 ευρώ του ν. 2470/97]. Η κυβέρνηση του πασοκ πριν το 2004, αλλά και η ΝΔ στη συνέχεια ενσωμάτωσαν στο μισθό ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων ένα ποσό τμηματικά, χωρίς να δοθεί αναδρομικά και χωρίς να διευκρινίσουν αν το ποσό αυτό είναι το επίδομα των 176 ευρώ. Το ΠΑΣΟΚ πριν τις εκλογές του 2004 κατέβαλε στους εκπαιδευτικούς 75 ευρώ, 6 δόσεις χ 17 ευρώ έδωσε ως έκτακτο επίδομα η ΝΔ μετά τις μεγάλες κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών, την ώρα που άλλες κατηγορίες εργαζομένων έλαβαν ολόκληρο το ποσό αναδρομικά.
Από το 2007 έως σήμερα η δικαιοσύνη τηρώντας το γράμμα του νόμου, με αποφάσεις, καλεί το Δημόσιο, να καταβάλλει, αυτούσιο το επίδομα των 176 ευρώ και μάλιστα αναδρομικά με τους νόμιμους τόκους, από το 2002, σε εκπαιδευτικούς που προσέφυγαν στη δικαιοσύνη.
Σε δύο περιπτώσεις το δευτεροβάθμιο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης υποχρέωσε το δημόσιο να καταβάλλει το επίδομα των 176 ευρώ σε 53 και 48 εκπαιδευτικούς. Eπίσης, πριν τις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές καταβλήθηκαν αναδρομικά περίπου 8.500 ευρώ στον καθένα σε 17 εκπαιδευτικούς του 4Ο Δημ. σχολείου Πολίχνης που προσέφυγαν στη δικαιοσύνη. Για το ζήτημα υπάρχει και θετική απόφαση του ειρηνοδικείου Αμαλιάδας για 13 εκπαιδευτικούς από την Ηλεία που κατά το επίδικο διάστημα εργάζονταν με υπαλληλική σχέση ιδιωτικού δικαίου στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αν το δημόσιο έως το Φεβρουάριο του 2011 δεν κάνει έφεση οι εκπαιδευτικοί από την Ηλεία θα πληρωθούν τα ποσά που τους αναλογούν. Η απορία εδώ είναι τι θα κάνει το δημόσιο στην προκειμένη περίπτωση, από τη στιγμή μάλιστα που το επίδομα έχει ήδη καταβληθεί αναδρομικά και αυτούσιο σε έναν σημαντικό αριθμό εκπαιδευτικών.
Επίσης, ένα άλλο ζήτημα είναι, γιατί η απόφαση να μην αφορά το σύνολο των εκπαιδευτικών, άσχετα αν έχουν προσφύγει ή όχι στη δικαιοσύνη ή ήταν μόνιμοι ή έκτακτο προσωπικό με οποιαδήποτε μορφή σύμβασης;
Με αφορμή τα παραπάνω και γενικότερα την αντιφατικότητα και τις παλινωδίες της διοίκησης εύλογα προκύπτει το ερώτημα για τις διαστάσεις και τα όρια της διοικητικής διακριτικής ευχέρειας. Κατά πόσο έχει το πολιτικό δικαίωμα η εκάστοτε εξουσία να ερμηνεύει κατά το δοκούν και να ακολουθεί τη δική της βούληση σε ζητήματα που προηγουμένως έχουν διατυπωθεί ρητώς από τη νομολογία;
Έχει στη δημοκρατία το δικαίωμα η εκτελεστική εξουσία, στο επίπεδο πολιτικής πράξης και αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων να μετατρέπει το νόμο σε χειραγωγικό και χρησιμοθηρικό εργαλείο με παράλληλη εγκατάλειψη κάθε αρχής και προσανατολισμού ή να αποφασίζει χωρίς να λαμβάνει υπόψη την αρχή του νόμου;
Μπορεί για ζητήματα που αφορούν μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων της ίδιας κατηγορίας να εφαρμόζεται ο ίδιος κανόνας επιλεκτικά με κριτήριο της διάκρισης αυτής τη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης και τους στιγμιαίους σκοπούς;
Κατά πόσο είναι δημοκρατικό η εκτελεστική εξουσία και εξωθεσμικά υπερεθνικά κέντρα να ακυρώνουν ή να επιβάλουν νόμους τους οποίους στη συνέχεια απλά επικυρώνει το ελληνικό κοινοβούλιο, όπως συμβαίνει σήμερα.
Μήπως τελικά η νομοθεσία και η πολιτική χρειάζεται να είναι δυο διαφορετικά σώματα χωρίς η νομοθετική δράση να υπάγεται στις ανάγκες και σκοπιμότητες της τρέχουσας συγκυρίας με βάση τους σκοπούς της εκάστοτε κυβέρνησης;
Με την έννοια αυτή η νομοθεσία χρειάζεται να είναι το εργαλείο για την εφαρμογή μιας πολιτικής που έχει καθοριστεί, βάσει της εγνωσμένης αναγκαιότητας, εκ των προτέρων, από ξεχωριστά και συντονισμένα σώματα, χωρίς να είναι στη διακριτική διάθεση της εκάστοτε κυβέρνησης η εφαρμογή ή η αμφισβήτηση.