Το άρθρο είναι από «Η Γυναίκα του Καίσαρα»
anemon@otenet.gr
Μπαίνω κατευθείαν στο δια ταύτα. Τι στο καλό βίτσιο, είναι αυτή η πάσει θυσία ομογενοποίηση; Πώς μας μόλυνε έτσι τον πλανήτη και άνθρωποι θυσιάζονται, στο όνομα μιας τόσο αφηρημένης ιδέας;
Δεν κατάλαβα ποτέ αυτούς που επιχειρούν να πείσουν πως οι ταξικές, ιδεολογικές, αισθητικές και πνευματικές διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους, θα πρέπει να καταργηθούν. Που σημαίνει, να είμαστε όλοι ένα και το αυτό και να κάνουμε παρέα όλοι με όλους. Όχι πως είμαι εναντίον της διαφορετικότητας, το αντίθετο. Αυτό για το οποίο μιλάω, δεν είναι η διαφορετικότητα, αλλά η επί της ουσίας ετερότητα.
Δεν μπορεί ας πούμε ένας άνθρωπος, που γεννήθηκε για να ζήσει πάντα με θεατρικότητα, να νιώσει ομόψυχος ενός μικροαστού. Δεν υπάρχει περίπτωση δηλαδή. Όπως και δεν γίνεται, μια γυναίκα που δεν επιθύμησε ποτέ στη ζωή της να σταθεί πίσω από κλειστές κουρτίνες, με πασουμάκι, σοσόνι και μπικουτί, να μοιραστεί τίποτα με τον πάσα δείνα εκπρόσωπο του είδους.
Πώς μπορεί ένας πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος, να ζήσει προστατευμένος πίσω από τις μισές και ψεύτικες ελευθερίες του κάθε χαροκαμένου από πόθο, να αποτελέσει έστω και μια φορά στη ζωή του, το γεγονός; Για να μην κάνω θέμα το άλλο το πολύκροτο. Που θα το κάνω δηλαδή. Είναι ασύμβατο ένας βαθιά αισθαντικός άνθρωπος, να κάνει παρέα με αντράκια που σε κάθε ευκαιρία φτύνουν τις γυναίκες τους. Την ίδια στιγμή που στις σαββατιάτικες ομηγύρεις στα αστικά λίβιγκ ρουμ-θριάμβους κακογουστιάς, μέσα σε χλιαρά συζυγικά αγκαλιάσματα, χασκογελάνε και διαφημίζουν τους από καιρό νεκρούς γάμους τους και τις πεθαμένες σχέσεις τους, πίνοντας μπίρες ξεροσφύρι. Την ίδια στιγμή που οι κυρίες τους αποσύρονται με ηχηρά γελάκια στην κουζίνα-φωταγωγημένο γούπατο, για να ετοιμάσουν το ντίνερ. Κι εκεί πάνω στο μοσχαρίσιο νουά, να διαβεβαιώνουν η μία την άλλη πόσο ευτυχισμένες είναι.
Και πως θα έκαναν τα πάντα για τους άντρες τους. Για τα μάτια σου μόνο... ή μόνο για τα μάτια. Λίγη διαφορά έχει. Όχι πες μου, να μην κυλήσει τώρα το δάκρυ μου; Είναι η στιγμή που κόβει η μαγιονέζα.
Πες μου τώρα εσύ αν έχεις Θεό, που να συναντηθεί η κάθε ακοινώνητη, νεοφώτιστη, αδαής κυρία η οποία σε ένα παραλήρημα αισθητικού κρεσέντο, εξαντλεί το γούστο της σετάροντας την ημι-πολυτέλεια της μαρμαρίνης και του φερ φορζέ με τα κεντημένα πετσετάκια αραδιασμένα στη σειρά στα σκρίνια, με την γυναίκα που το κάθε τι στο χώρο της αποπνέει το προσωπικό αίσθημα του ωραίου, με μια έμφυτη κλίση προς το λιτό.
Πώς είναι δυνατόν αναρωτιέμαι, να αρέσει σε έναν πραγματικό άντρα, μια λαϊκιά γκόμενα; Με τίποτα. Στους «ενδιαφέροντες» άντρες, μπορεί να τους ξυπνήσει τον νταλκά η πιο λυκόσκυλο γκόμενα, καμία αντίρρηση και προσυπογράφω, «λαϊκιά» όμως ποτέ. Πώς μπορεί μια γυναίκα που τιμά το φύλο της, να κάνει παρέα με μια κυρία ανωτάτου που φέρνει προς την ανέραστη φιλοπτώχου, με κάτι από Ιβάνα Τραμπ; Όλοι αυτοί που πιστεύουν στα αλήθεια ότι θα βρουν μια μέρα την ενότητα-και μαζί την αιώνια ειρήνη πληρώνουν δυο φορές το μάρμαρο. Που θέλω να καταλήξω;
Η ανοχή προς το άτομό τους, τους χτυπάει κατακέφαλα, τους ραπίζει ανελέητα και τους διαλύει ολοκληρωτικά. Μέχρι που στο τέλος βγαίνουν πετσοκομμένοι από το ίδιο παράθυρο, από το οποίο μπήκαν. Φαρμακερή, ανηλεής αυτολύπηση; Ναι. Και βέβαια, για να εξηγούμαστε, δεν είναι κακό αυτό. Είναι όσο να πεις μια κάποια ανατροπή. Μια μέριμνα πες. Και για τους μεν και για τους δε.