Λίγο πριν την οριστική κατάρρευση βρίσκονται χιλιάδες ελαιοπαραγωγοί καθώς οι χαμηλές τιμές παραγώγου, για 5η συνεχόμενη χρονιά, σε συνδυασμό με το αυξανόμενο κόστος ζωής και τα μεγάλα έξοδα παραγωγής του προϊόντος κάνουν δύσκολη την διασφάλιση αξιοπρεπούς εισοδήματος με χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός ότι με τις τρέχουσες τιμές οι παραγωγοί δεν θα μπορούν να καλύψουν ούτε τα πάγια έξοδα ελαιοκομιδής.
Σύμφωνα με τα τωρινά δεδομένα η απουσία εθνικού σχεδίου για την προστασία των τιμών παραγωγού και γενικότερα του προϊόντος σε συνδυασμό με το μειωμένο ενδιαφέρον που υπάρχει από τους Ιταλούς μεγαλέμπορους που απορροφούν σε χύμα μορφή σχεδόν το 80% του προϊόντος που διατίθεται προς εξαγωγή κάνουν την ελαιοκομική περίοδο που αρχίζει σε λίγους μήνες την πιο αβέβαιη από ποτέ με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την τοπική, αλλά και εθνική μας οικονομία.
Γιατί όμως η τιμή παραγωγού βρίσκεται σε τόσο χαμηλά επίπεδα (κάτω απο 1,9 ευρώ το λίτρο για έξτρα παρθένο ελαιόλαδο) όταν η λιανική τιμή του προϊόντος είναι διπλάσια;
►Ένα βασικό πρόβλημα είναι ότι στην διαδικασία παραγωγής και εμπορίας εμπλέκονται πολλοί, υπάρχουν οι παραγωγοί με κλήρο, οι καλλιεργητές χωρίς ιδιόκτητο κλήρο, τα ελαιοτριβεία, οι μεταποιητές, οι έμποροι και οι εξαγωγείς. Στο κανονιστικό πλαίσιο και σε συνδυασμό με την αυξημένη απελευθέρωση του εμπορίου δημιουργηθήκαν καταστάσεις αδιαφάνειας στην αγορά. Σε αυτη την εξέλιξη έχει συμβάλει και το γεγονός οτι δεν υπάρχει μητρώο για τον καθένα που δραστηριοποιείται στην παραγωγή και διάθεση του ελαιολάδου.
► Πρόβλημα επίσης είναι το γεγονός ότι η αγορά του ελαιόλαδου παρουσιάζει χαμηλό επίπεδο διεθνοποίησης κρατώντας έτσι μακριά τους καταναλωτές τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και εκτός της εσωτερικής αγοράς. Το ποσοστό του ελαιολάδου που καταναλώνεται σε σύγκριση με τη συνολική κατανάλωση φυτικών λιπαρών ουσιών εξακολουθεί να είναι πολύ μικρή.
► Ως κύριοι παραγωγοί έχουν εδραιωθεί η Ισπανία μαζί με την Ιταλία, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απορροφούν σε χύμα μορφή μεγάλη ποσότητα του ελληνικού ελαιόλαδου, τη στιγμή μάλιστα που ποιοτικά το ελληνικό ελαιόλαδο (εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο) υπερέχει των υπολοίπων καθώς στις χώρες αυτές τείνει να επικρατήσει το λάδι από ελιές πυκνής φύτευσης που είναι ποιοτικά κατώτερο. Επίσης, στην Ελλάδα δεν υπάρχει οργανωμένη και ολοκληρωμένη προώθηση του προϊόντος στις διεθνείς αγορές.
► Στη χώρα μας δεν υπάρχουν υποδομές συλλογής μεταποίησης, εμπορίας με βάση τον παραγωγό (δλδη σε κάθε χωριό ή δήμο ). Γι’ αυτό το λόγο δεν υπάρχει στην παραγωγική βάση παραγωγή και διάθεση ελαιόλαδου με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης, δλδη ελαιόλαδο που προέρχεται από μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Κύρια αιτία της αδυναμίας αυτόοργάνωσης των αγροτών είναι η έλλειψη ενημέρωσης και η κεφαλαιακή ανεπάρκεια. Οι επιδοτήσεις που θα μπορούσαν, αν υπήρχε εθνικός σχεδιασμός, να διατεθούν για την ανασυγκρότηση της παραγωγής δεν διατίθενται ορθά, καταναλώνονται για άλλους σκοπούς.
Συνεπώς, ο κλάδος της ελαιοπαραγωγής χρειάζεται νέα οργανωτική δομή με ουσιαστική συμμετοχή του παραγωγού ( πολυμετοχικό σχήμα) με σκοπό την πρακτικότερη ομαδοποίηση και τη δημιουργία ενός ευέλικτου και προσαρμοσμένου στην επιχειρηματική πρακτική συνεταιρισμού. Μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργήσει υποδομές συλλογής (δλδη μηχανοποιημένη συγκομιδή της ελιάς με σύγχρονα πρότυπα) μεταποίησης & εμπορίας, με βάση τον παραγωγό ( με ίδιους και κοινοτικούς πόρους), θα κάνει το ελαιόλαδο πιο ανταγωνιστικό, θα εξασφαλιστεί υψηλή ποιότητα των προϊόντων, η παρουσίαση και διαφήμιση που απαιτούνται για την εμπορία του ελαιολάδου θα εξελιχθεί σε νέα πρότυπα και νέες αγορές. Σε μια τέτοια περίπτωση το εμπορικό σήμα και η εικόνα της περιοχής θα είναι στοιχεία που θα διαφοροποιούν το προϊόν από τις ανταγωνίστριες περιοχές- χώρες, έτσι ο παραγωγός θα παίρνει τα μέγιστα οφέλη.