Περπατούσε με αργά σταθερά βήματα, το πρόσωπο αμήχανο,σχεδον απλανές. Άνοιξε με δυσκολία την φρακαρισμένη εξώπορτα και μπήκε στον εδώ και χρόνια ακαθάριστο κήπο.
Όρθιος, σχεδόν σαν άγαλμα κοιτούσε το χώρο για πάνω απο 15 λεπτά. Παρά την ηλικία του, 80 και κουβαλούσε στην πλάτη του, δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκριά του.Γύρισε αργά, έκλεισε την πόρτα και πήρε την ανηφόρα. Μπήκε στο σπίτι μας κ φώναξε το όνομα της μητέρας μου.Είμαι ο αδερφός της Αγγελικής είπε με σχεδόν τρεμάμενη φωνή.
Να σε καλά του ανταπαντά η μητερά μου. Πια δεν έρχεται κανένας στο σπίτι, δάσωσε απο τότε που πέθανε η Αγγελική 20 και χρόνια πανε,έκτοτε τα 6 παιδιά της ξέχασαν το χωριό Ούτε το σπίτι μοίρασαν, ερήμωσε οπως ερήμωσαν και πολλά άλλα στο χωριό.
Ναι, δεν βαδίζουμε τα σωστά βήματα απάντησε με γεμάτο μελαγχολία βλέμμα ο απρόσμενος επισκέπτης. Το βλέμμα του έπεσε πάνω μου. Με πλησίασε στο πεζούλι που καθόμουν κ άρχισε μετά απο μια εισαγωγή γνωριμίας να μιλά για το ένδοξο παρελθόν του χωριού.
Εκείνα τα χρόνια, μετά τον καταστροφικό εμφύλιο το δημοτικό σχολείο είχε 150 - 200 παιδιά. Αν κ είχε χρόνια να έρθει στο χωριό ήξερε οτι τώρα 5-6 παιδιά πάνε στο δημοτικό, ήξερε οτι το δημοτικό σχολείο του χωριού έκλεισε πριν χρόνια και, συνεχίζει, ρεύμα τότες δεν είχαμε, διαβάζαμε με τις λάμπες, δύσκολα χρόνια, λιγοστό και το φαγητό. Με τα δικά μας τη βγάζαμε. Σπέρναμε στάρι, ζυμώναμε. Είχαμε το γουρούνι, την κότα, το πρόβατο.
Παρα τις δυσκολίες,επιζήσαμε. Τώρα υπάρχουν τα πάντα κ δεν έχουμε τίποτα, χάσαμε κ την ανθρωπιά μας. Εκείνα τα χρόνια ήτανε κάθε μέρα πανηγύρι το χωριό, με τις λυπες, τις χαρές τα δάκρια και τις κουβέντες, τις δυνατές κουβέντες, στο παιχνίδι, στο καφενείο. Σήμερα τι? Ενας κόσμος χαμένος σε ένα αέναο και συνάμα ατέρμονο τρέξιμο. Όλα προκάτ. Επιθυμίες προκάτ, πολιτική προκάτ και οι μέρες περνούν,αφήνοντας ενα κενό που δύσκολα θα αποκατασταθεί.
Δεν μας παει αυτη η προσβολή μουρμούρισε τσαντισμένος. Οι δε κυβερνώντες, τσανακογλύφτες, ανάξιοι σχολιασμού. Ψέμα και υποταγή. Αν αυτό δεν ειναι κατάντια για τον τόπο, ποια είναι η κατάντια?Και αφού τα είπε όλα αυτά κ μερικά ακόμη μ ευχήθηκε καλή τύχη, γύρισε, χαιρέτησε ευγενικά κ έφυγε. Αργά το απόγευμα κατέβηκα στον Πύργο. Βγήκα έξω. Ενόσω οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν τον διασυρμό της εθνικής ποδοσφαίρου, όπιο του λαού το ποδόσφαιρο, έγραψα τούτες εδώ τις λέξεις.
Δίπλα μου περνούσαν και καθότανε νέα παιδιά, μια διαδικασία αυθόρμητη με ποικιλία και σύνθεση εκφράσεων σχεδόν ασύμμετρη με την παραέξω κατάσταση. Σκέφτηκα! μήπως η πραγματικοτητά μου δεν είναι πραγματικοτητα τους?ή αντιλαμβάνονται διαφορετικά την πραγματικότητα επειδή ειναι προϊόν ξένων ιδεών που εχει κατασκευαστεί οχι ξεχωριστά μέσα στο άτομο ή ως κοινωνικό προϊόν, αλλά σε συντονισμό με την "γλώσσα" των "κέντρων" που διαμορφώνουν εικονικές πραγματικότητες?Όλα πιθανά, δεν εξηγείται διαφορετικά η σιωπηρή παραδοχή της μιζέριας. Και το λεω αυτό επειδή η ερμηνεία της δική μου πραγματικότητας δεν είναι κατασκευή, δεν είναι προσωπικές απόψεις, βρίσκονται στο χώρο και στο χρόνο.
Αν κάνω λάθος εκτίμηση, διωρθώστεμε.
Όρθιος, σχεδόν σαν άγαλμα κοιτούσε το χώρο για πάνω απο 15 λεπτά. Παρά την ηλικία του, 80 και κουβαλούσε στην πλάτη του, δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκριά του.Γύρισε αργά, έκλεισε την πόρτα και πήρε την ανηφόρα. Μπήκε στο σπίτι μας κ φώναξε το όνομα της μητέρας μου.Είμαι ο αδερφός της Αγγελικής είπε με σχεδόν τρεμάμενη φωνή.
Να σε καλά του ανταπαντά η μητερά μου. Πια δεν έρχεται κανένας στο σπίτι, δάσωσε απο τότε που πέθανε η Αγγελική 20 και χρόνια πανε,έκτοτε τα 6 παιδιά της ξέχασαν το χωριό Ούτε το σπίτι μοίρασαν, ερήμωσε οπως ερήμωσαν και πολλά άλλα στο χωριό.
Ναι, δεν βαδίζουμε τα σωστά βήματα απάντησε με γεμάτο μελαγχολία βλέμμα ο απρόσμενος επισκέπτης. Το βλέμμα του έπεσε πάνω μου. Με πλησίασε στο πεζούλι που καθόμουν κ άρχισε μετά απο μια εισαγωγή γνωριμίας να μιλά για το ένδοξο παρελθόν του χωριού.
Εκείνα τα χρόνια, μετά τον καταστροφικό εμφύλιο το δημοτικό σχολείο είχε 150 - 200 παιδιά. Αν κ είχε χρόνια να έρθει στο χωριό ήξερε οτι τώρα 5-6 παιδιά πάνε στο δημοτικό, ήξερε οτι το δημοτικό σχολείο του χωριού έκλεισε πριν χρόνια και, συνεχίζει, ρεύμα τότες δεν είχαμε, διαβάζαμε με τις λάμπες, δύσκολα χρόνια, λιγοστό και το φαγητό. Με τα δικά μας τη βγάζαμε. Σπέρναμε στάρι, ζυμώναμε. Είχαμε το γουρούνι, την κότα, το πρόβατο.
Παρα τις δυσκολίες,επιζήσαμε. Τώρα υπάρχουν τα πάντα κ δεν έχουμε τίποτα, χάσαμε κ την ανθρωπιά μας. Εκείνα τα χρόνια ήτανε κάθε μέρα πανηγύρι το χωριό, με τις λυπες, τις χαρές τα δάκρια και τις κουβέντες, τις δυνατές κουβέντες, στο παιχνίδι, στο καφενείο. Σήμερα τι? Ενας κόσμος χαμένος σε ένα αέναο και συνάμα ατέρμονο τρέξιμο. Όλα προκάτ. Επιθυμίες προκάτ, πολιτική προκάτ και οι μέρες περνούν,αφήνοντας ενα κενό που δύσκολα θα αποκατασταθεί.
Δεν μας παει αυτη η προσβολή μουρμούρισε τσαντισμένος. Οι δε κυβερνώντες, τσανακογλύφτες, ανάξιοι σχολιασμού. Ψέμα και υποταγή. Αν αυτό δεν ειναι κατάντια για τον τόπο, ποια είναι η κατάντια?Και αφού τα είπε όλα αυτά κ μερικά ακόμη μ ευχήθηκε καλή τύχη, γύρισε, χαιρέτησε ευγενικά κ έφυγε. Αργά το απόγευμα κατέβηκα στον Πύργο. Βγήκα έξω. Ενόσω οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν τον διασυρμό της εθνικής ποδοσφαίρου, όπιο του λαού το ποδόσφαιρο, έγραψα τούτες εδώ τις λέξεις.
Δίπλα μου περνούσαν και καθότανε νέα παιδιά, μια διαδικασία αυθόρμητη με ποικιλία και σύνθεση εκφράσεων σχεδόν ασύμμετρη με την παραέξω κατάσταση. Σκέφτηκα! μήπως η πραγματικοτητά μου δεν είναι πραγματικοτητα τους?ή αντιλαμβάνονται διαφορετικά την πραγματικότητα επειδή ειναι προϊόν ξένων ιδεών που εχει κατασκευαστεί οχι ξεχωριστά μέσα στο άτομο ή ως κοινωνικό προϊόν, αλλά σε συντονισμό με την "γλώσσα" των "κέντρων" που διαμορφώνουν εικονικές πραγματικότητες?Όλα πιθανά, δεν εξηγείται διαφορετικά η σιωπηρή παραδοχή της μιζέριας. Και το λεω αυτό επειδή η ερμηνεία της δική μου πραγματικότητας δεν είναι κατασκευή, δεν είναι προσωπικές απόψεις, βρίσκονται στο χώρο και στο χρόνο.
Αν κάνω λάθος εκτίμηση, διωρθώστεμε.